αναπαιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπαιστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναπαιστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αναπαιστικός
- (μετρική) ο σχετικός με το μέτρο, το ρυθμό του ανάπαιστου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπαιστικός
|