αναπηρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αναπηρικός
- ο σχετικός με την αναπηρία
- αναπηρική σύνταξη
- που βοηθά τον ανάπηρο σε κάποια λειτουργία του
- αναπηρικό αμαξίδιο