αναπληρωματική έκταση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπληρωματική έκταση οι αναπληρωματικές εκτάσεις
      γενική της αναπληρωματικής έκτασης
& αναπληρωματικής εκτάσεως
των αναπληρωματικών εκτάσεων
    αιτιατική τη αναπληρωματική έκταση τις αναπληρωματικές εκτάσεις
     κλητική αναπληρωματική έκταση αναπληρωματικές εκτάσεις
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναπληρωματική έκταση < → δείτε τις λέξεις αναπληρωματικός και έκταση, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Εrsatzdehnung

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

αναπληρωματική έκταση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]