αναποτελεσματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναποτελεσματικός < αν- + αποτελεσματικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ineffectif ή αγγλική ineffective ή ineffectual)
Επίθετο
[επεξεργασία]αναποτελεσματικός, -ή, -ό
- που δεν φέρνει αποτελέσματα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναποτελεσματικός