αναρή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναρή | οι | αναρές |
γενική | της | αναρής | των | αναρών |
αιτιατική | την | αναρή | τις | αναρές |
κλητική | αναρή | αναρές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναρή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναρή θηλυκό (κυπριακά)
- (τυρί) ονομασία μαλακού κυπριακού τυριού με χαμηλά λιπαρά (παρόμοιο με το ανθότυρο), το οποίο παράγεται ταυτόχρονα με το χαλούμι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναρή
|