ανατοκισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανατοκισμός οι ανατοκισμοί
      γενική του ανατοκισμού των ανατοκισμών
    αιτιατική τον ανατοκισμό τους ανατοκισμούς
     κλητική ανατοκισμέ ανατοκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανατοκισμός < ανατοκίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανατοκισμός αρσενικό

  • η προσθήκη του τόκου, συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, στο κεφάλαιο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]