αναύξητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναύξητος < αρχαία ελληνική ἀναύξητος < ἀν- + αὐξάνω
Επίθετο
[επεξεργασία]αναύξητος, -η, -ο
- που δεν έχει αυξηθεί ή δεν μπορεί να αυξηθεί
- (γραμματική) (για ρηματικούς τύπους) που δεν έχει πάρει αύξηση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναύξητος
|