ανδρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ανδρικά < ανδρικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]ανδρικά
- όπως οι άνδρες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανδρικά
→ δείτε τη λέξη αντρικά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ανδρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανδρικό