ανεβατόρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανεβατόρι | τα | ανεβατόρια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ανεβατόρι | τα | ανεβατόρια |
κλητική | ανεβατόρι | ανεβατόρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεβατόρι < αναβατόριο + -ι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεβατόρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του αναβατόριο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεβατόρι
|