ανεμική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεμική | οι | ανεμικές |
γενική | της | ανεμικής | των | ανεμικών |
αιτιατική | την | ανεμική | τις | ανεμικές |
κλητική | ανεμική | ανεμικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεμική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ανεμικός < άνεμος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ne.miˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μι‐κή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεμική θηλυκό
- σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοθύελλα
- ※ Μὰ ξάφνου ξέσπασε σφοδρὴ μιὰ ἀνεμική, τοῦ σούρπου ἡ στρίγγλα, (Νίκος Καζαντζάκης (μτφ.), Οδύσσεια, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 15-39 (1 Αυγούστου 1928), σελ. 675)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεμική
|