ανεμοδεικτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεμοδεικτικός < ανεμοδείκτης + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ανεμοδεικτικός, -ή, -ό
- (μετεωρολογία) ο σχετικός με ανεμοδείκτη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεμοδεικτικός
|