ανεμολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεμολογικός < ανεμολόγ(ος) + -ικός [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]ανεμολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ανεμολογία / με τους ανέμους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεμολογικός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ανεμολογικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας