ανεξάλειπτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεξάλειπτο < ουδέτερο του ανεξάλειπτος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεξάλειπτο ουδέτερο
- (λόγιο) αυτό που δεν μπορεί να εξαλειφθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεξάλειπτο