ανεφοδιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεφοδιασμός < ανεφοδιάζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεφοδιασμός αρσενικό
- η αναπλήρωση εφοδίων, η εκ νέου προμήθεια, παροχή αναλώσιμων που καταναλώθηκαν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεφοδιασμός