ανεόρταστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεόρταστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνεόρταστος < ἀνεορτάζω < ἀν- στερητικό + αρχαία ελληνική ἑορτή
Επίθετο
[επεξεργασία]ανεόρταστος, -η, -ο
- που δεν γιορτάζεται ή δεν μπορεί να γιορταστεί
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανεόρταστα
- → δείτε τη λέξη εορτή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεόρταστος
|