ανθρακικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανθρακικό ουδέτερο
- (χημεία) χημική ουσία γνωστή στη χημεία ως ανθρακικό οξύ
- θέλετε πορτοκαλάδα με ή χωρίς ανθρακικό;
- (καθομιλουμένη) αέριο που εκλύεται από υγρό εμπλουτισμένο σε ανθρακικό οξύ που είναι διοξείδιο του άνθρακα
- κούνησε την πορτοκαλάδα σου να βγει το ανθρακικό