ανθρωποπίθηκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ανθρωποπίθηκος | οι | ανθρωποπίθηκοι |
γενική | του | ανθρωποπίθηκου & ανθρωποπιθήκου |
των | ανθρωποπίθηκων & ανθρωποπιθήκων |
αιτιατική | τον | ανθρωποπίθηκο | τους | ανθρωποπίθηκους & ανθρωποπιθήκους |
κλητική | ανθρωποπίθηκε | ανθρωποπίθηκοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανθρωποπίθηκος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Anthropopithecus, συνώνυμο του Homo erectus[1] < αρχαία ελληνική ἄνθρωπος (ανθρωπο-) + πίθηκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανθρωποπίθηκος αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πιθηκάνθρωπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθρωποπίθηκος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ανθρωποπίθηκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανθρωπο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανθρωπολογία (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)