ανοιγοκλείνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανοιγοκλείνω < ανοίγω + κλείνω

ανοιγοκλείνω

  • ανοίγω και κλείνω, συνήθως επαναλαμβανόμενα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]