ανοικοκύρευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανοικοκύρευτος < α- + νοικοκυρεύω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανοικοκύρευτος, -η, -ο
- που δεν έχει νοικοκυρευτεί
- που δεν έχει τακτοποιηθεί
- (μεταφορικά) που δεν έχει παντρευτεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανοικοκύρευτα
- → δείτε τις λέξεις νοικοκυρεύω, οίκος και κύριος