ανοιχτόμυαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.niˈxto.mɲa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νοι‐χτό‐μυα‐λος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανοιχτόμυαλος, -η, -ο
- που είναι ικανός να δεχτεί απόψεις που είναι αντίθετες από αυτά που πιστεύει, που έχει ευρύτητα σκέψης