ανοιχτόχρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ανοιχτόχρωμα | ||
γενική | των | ανοιχτόχρωμων | ||
αιτιατική | τα | ανοιχτόχρωμα | ||
κλητική | ανοιχτόχρωμα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανοιχτόχρωμα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανοιχτόχρωμος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανοιχτόχρωμα ουδέτερο στον πληθυντικό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανοιχτόχρωμα