αντίφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντίφωνο < μεσαιωνική ελληνική ἀντίφωνον < αρχαία ελληνική ἀντίφωνος < ἀντί + φωνή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντίφωνο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιφωνικά
- αντιφωνικός
- → δείτε τις λέξεις αντί και φωνή