αντίψυχο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντίψυχο | τα | αντίψυχα |
γενική | του | αντίψυχου | των | αντίψυχων |
αιτιατική | το | αντίψυχο | τα | αντίψυχα |
κλητική | αντίψυχο | αντίψυχα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντίψυχο < μεσαιωνική ελληνική ἀντίψυχον < (ελληνιστική κοινή) ἀντίψυχος < ἀντί + αρχαία ελληνική ψυχή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντίψυχο ουδέτερο
- κάτι που δίνεται για τη σωτηρία της ψυχής
- αντίδοτο
- αναψυκτικό, που αναψύχει
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] για τη σωτηρία της ψυχής
|
αντίδοτο, αναψυκτικό
|