αντιαιμοπεταλιακό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιαιμοπεταλιακό τα αντιαιμοπεταλιακά
      γενική του αντιαιμοπεταλιακού των αντιαιμοπεταλιακών
    αιτιατική το αντιαιμοπεταλιακό τα αντιαιμοπεταλιακά
     κλητική αντιαιμοπεταλιακό αντιαιμοπεταλιακά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιαιμοπεταλιακό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιαιμοπεταλιακός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντιαιμοπεταλιακό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αντιαιμοπεταλιακό