αντιβγαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιβγαίνω < αντι- + βγαίνω [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.diˈvʝe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐βγαί‐νω

αντιβγαίνω, πρτ.: αντίβγαινα, αόρ.: αντιβγήκα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (λαϊκότροπο) παραβγαίνω, συναγωνίζομαι
  2. (λαϊκότροπο) είμαι αντίθετος, εναντιώνομαι, ανταγωνίζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]