αντιδιαρροϊκό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιδιαρροϊκό τα αντιδιαρροϊκά
      γενική του αντιδιαρροϊκού των αντιδιαρροϊκών
    αιτιατική το αντιδιαρροϊκό τα αντιδιαρροϊκά
     κλητική αντιδιαρροϊκό αντιδιαρροϊκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιδιαρροϊκό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιδιαρροϊκός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντιδιαρροϊκό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αντιδιαρροϊκό