αντιισταμινικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιισταμινικό < ουδέτερο του αντιισταμινικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική antihistaminique[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιισταμινικό ουδέτερο
- (φαρμακευτική) φαρμακευτική ουσία που καταπολεμά την ισταμίνη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ισταμίνη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιισταμινικό
- ↑ αντιισταμινικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)