αντιλαβή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιλαβή < (ελληνιστική κοινή) ἀντιλαβή (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀντιλαβή < λαμβάνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιλαβή θηλυκό
- (λογοτεχνικό) στιχομυθία σε ημιστίχια (στους διαλόγους των αρχαίων τραγωδιών)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη λαμβάνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιλαβή
|