αντιμεταθέτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιμεταθέτω < λόγιο αντιμετατίθημι < ελληνιστική κοινή ἀντιμετατίθεμαι ("αντικαθίσταμαι").[1] Αναλύεται < αντι- + μετα- + τίθημι

αντιμεταθέτω, παθ.φωνή: αντιμετατίθεμαι

  • αλλάζω τη θέση δύο πραγμάτων, βάζοντας το πρώτο στη θέση του δεύτερου και το δεύτερο στη θέση του πρώτου
    αντιμεταθέτουμε αυτές τις δύο στήλες του πίνακα...

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]