αντιμετώπιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιμετώπιση | οι | αντιμετωπίσεις |
γενική | της | αντιμετώπισης* | των | αντιμετωπίσεων |
αιτιατική | την | αντιμετώπιση | τις | αντιμετωπίσεις |
κλητική | αντιμετώπιση | αντιμετωπίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιμετωπίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιμετώπιση < αντιμετωπί(ζω) + -σις > -ση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /an.di.meˈto.pi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐με‐τώ‐πι‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιμετώπιση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αντιμετωπίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιμετώπιση