αντιπαραβάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιπαραβάλλω < αρχαία ελληνική ἀντιπαραβάλλω

αντιπαραβάλλω

  1. συγκρίνω δύο πράγματα για να δω αν έχουν διαφορές
  2. (σπάνιο) αντιπαραθέτω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]