αντιπροπαρασκευή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιπροπαρασκευή < αντι- + προπαρασκευή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική counterpreparation)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιπροπαρασκευή θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) προσχεδιασμένη επίθεση εναντίον εχθρού που προετοιμάζεται για επίθεση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις παρασκευάζω και σκεύος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιπροπαρασκευή