αντισηπτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντισηπτικό τα αντισηπτικά
      γενική του αντισηπτικού των αντισηπτικών
    αιτιατική το αντισηπτικό τα αντισηπτικά
     κλητική αντισηπτικό αντισηπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αντισηπτικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντισηπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντισηπτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντισηπτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αντισηπτικό