αντισυλληπτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντισυλληπτικό τα αντισυλληπτικά
      γενική του αντισυλληπτικού των αντισυλληπτικών
    αιτιατική το αντισυλληπτικό τα αντισυλληπτικά
     κλητική αντισυλληπτικό αντισυλληπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντισυλληπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντισυλληπτικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική contraceptive)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.di.si.li.ptiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐συλ‐λη‐πτι‐κό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντισυλληπτικό ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αντισυλληπτικό