αντιτρομοκρατική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιτρομοκρατική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου αντιτρομοκρατικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιτρομοκρατική θηλυκό
- υπηρεσία που ασχολείται με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιτρομοκρατική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αντιτρομοκρατική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αντιτρομοκρατικός