αντράλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντράλα οι αντράλες
      γενική της αντράλας
    αιτιατική την αντράλα τις αντράλες
     κλητική αντράλα αντράλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντράλα < αντραλίζω (αναδρομικός σχηματισμός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /anˈdɾa.la/ & /aˈdɾa.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντρά‐λα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντράλα θηλυκό

  1. (δημοτική, ιδιωματικό, λογοτεχνικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)) ζαλάδα, ίλιγγος, σκοτοδίνη
    Έπαθε αντράλα και σωριάστηκε μες στη μέση του δρόμου.
  2. (μεταφορικά) περισπασμός
    έχει αντράλες και σκοτούρες

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]