αξινάρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αξινάρ | αξινάρεα |
γενική | αξιναρί | αξιναρίων |
αιτιατική | αξινάρ | αξινάρεα |
κλητική | αξινάρ | αξινάρεα |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αξινάρ < αρχαία ελληνική ἀξίνη
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αξινάρ ουδέτερο
- η αξίνα