απέκκριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απέκκριση | οι | απεκκρίσεις |
γενική | της | απέκκρισης* | των | απεκκρίσεων |
αιτιατική | την | απέκκριση | τις | απεκκρίσεις |
κλητική | απέκκριση | απεκκρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απεκκρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απέκκριση < απεκκρίνω + -ση < ελληνιστική κοινή ἀπεκκρίνω < αρχαία ελληνική ἀπό + ἐκκρίνω < ἐκ + κρίνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈpe.kɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πέκ‐κρι‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απέκκριση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απεκκρίνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απέκκριση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απ- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έκ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)