απαξιωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαξιωτικά < απαξιωτικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]απαξιωτικά
- με τρόπο που απαξιώνει, που θέλει να προκαλέσει την απώλεια του σεβασμού για κάτι, περιφρονητικά
- μιλούσε απαξιωτικά για τους πολιτικούς του αντιπάλους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαξιωτικά
|