απαράκαμπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαράκαμπτος < α- + παρακάμπτω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]απαράκαμπτος, -η, -ο
- που δεν είναι δυνατούς να τον παρακάμψουν
- Απαράκαμπτος μονόδρομος για την Τουρκία (*)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αναπόφευκτος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις παρακάμπτω και κάμπτω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαράκαμπτος
- → δείτε τη λέξη αναπόφευκτος