απαραίτητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαραίτητα < απαραίτητος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]απαραίτητα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαραίτητα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]απαραίτητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απαραίτητος