απαρτμάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαρτμάν < (άμεσο δάνειο) γαλλική appartement
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απαρτμάν ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαρτμάν
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Γαλλισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)