απατεωνίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απατεωνίσκος < απατεών(ας) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απατεωνίσκος αρσενικό
- μικροαπατεώνας, που κάνει μικρής έκτασης απατεωνιές
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απατεωνίσκος
|