απεκδύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπεκδύομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απεκδύομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπεκδύομαι,[1] μεσοπαθητική φωνή του ρήματος ἀπεκδύω < ἀπό + ἐκδύω (γδύνω)

απεκδύομαι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]