απεξάρτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απεξάρτηση | οι | απεξαρτήσεις |
γενική | της | απεξάρτησης* | των | απεξαρτήσεων |
αιτιατική | την | απεξάρτηση | τις | απεξαρτήσεις |
κλητική | απεξάρτηση | απεξαρτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απεξαρτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.peˈksaɾ.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πε‐ξάρ‐τη‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απεξάρτηση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του απεξαρτώμαι· (ειδικότερα) σε σχέση με εξαρτησιογόνες ουσίες ή για ψυχολογικές και συναισθηματικές εξαρτήσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη εξαρτώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απεξάρτηση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ απεξάρτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας