απερίσκεπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απερίσκεπτος < αρχαία ελληνική ἀπερίσκεπτος
Επίθετο
[επεξεργασία]απερίσκεπτος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που πράττει πρoτού να σκεφτεί τις επιπτώσεις των ενεργειών του
- (για πράξη) που γίνεται χωρίς προηγούμενη σκέψη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- απερίσκεπτα
- απερισκεψία
- → δείτε τις λέξεις περί και σκέπτομαι