απιστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απιστία | οι | απιστίες |
γενική | της | απιστίας | των | απιστιών |
αιτιατική | την | απιστία | τις | απιστίες |
κλητική | απιστία | απιστίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απιστία < αρχαία ελληνική ἀπιστία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.pisˈti.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απιστία θηλυκό
- η έλλειψη πίστης…
- (νομικός όρος) το αδίκημα του δημοσίου υπαλλήλου που με δόλο μειώνει τη δημοσία περιουσία κατά την είσπραξη και διαχείριση των φόρων ή άλλων προσόδων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απιστία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)