αποεπενδύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποεπενδύω (νεολογισμός) < απο- + επενδύω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désinvestir ή αποεπένδυ(ση) + με (αναδρομικό σχηματισμό)) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.po.e.penˈði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐ε‐πεν‐δύ‐ω

αποεπενδύω (Χρειάζεται βασικούς χρόνους και σημείωση για παθητικό τύπο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]