αποθηκευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αποθηκευτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποθήκευση, αναφέρεται σ’ αυτή ή χρησιμεύει γι’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) αποθηκευτικά: τα χρήματα που απαιτούνται, προκειμένου να φυλαχθούν κάποια πράγματα σε αποθήκη