αποκλάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποκλάδι | τα | αποκλάδια |
γενική | του | αποκλαδιού | των | αποκλαδιών |
αιτιατική | το | αποκλάδι | τα | αποκλάδια |
κλητική | αποκλάδι | αποκλάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποκλάδι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) κομμένο κλαδί από δέντρο ή θάμνο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκλάδι
|